- τσουλώ
- και τσουλάω Ν1. (μτβ.) σπρώχνω, κυλώ2. (αμτβ.) γλιστρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλῶ, μέσω ενός τ. τσυλώ (με τσιτακισμό) με διατήρηση τής αρχ. προφοράς τού -υ- (πρβλ. ξουράφι < ξυράφι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσουλώ — τσούλησα, τσουλήθηκα, τσουλημένος, κυλώ (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσουλάω — Ν βλ. τσουλώ … Dictionary of Greek
τσουλήθρα — η, Ν κυλίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουλώ + κατάλ. ήθρα (πρβλ. δαχτυλ ήθρα)] … Dictionary of Greek
τσουλίστρα — η, Ν τσουλήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουλώ + κατάλ. ίστρα (< ρ. σε ίζώ), πρβλ. κουβαρ ίστρα] … Dictionary of Greek
τσούλημα — το, Ν [τσουλώ] γλίοτρημα … Dictionary of Greek
τσουλάω — (χωρίς τύπο τσουλώ), τσούλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής